- χρυσόγειος
- -ον, και χρυσόγεως, -ων, Ααυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -γειος / -γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό-γειος / λεπτό-γεως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσόγειον — χρυσόγειος with soil of gold masc/fem acc sg χρυσόγειος with soil of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσόγεως — ων, Α βλ. χρυσόγειος … Dictionary of Greek